αργαλεος

αργαλεος
    ἀργαλέος
    ἀργᾰλέος
    3
    1) трудный, тяжелый
    

(πρᾶγμα Arph.; ὁδός Plut.)

    ἀ. ἀντιφέρεσθαι Hom. — с ним трудно бороться

    2) неприятный, тягостный, мучительный
    

(ἄνεμοι, ἔρις Hom.; λύπη Hom., Arph.; ἀ. τέν ὄψιν Aeschin.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αργαλεος" в других словарях:

  • αργαλέος — ἀργαλέος, α κ. η, ον (AM) 1. οδυνηρός, επίπονος 2. ενοχλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αλγάλεος (< άλγος) με ανομοίωση. Ο τ. απαντά κυρίως στο έπος χρησιμοποιούμενος για πρόσωπα, ενώ είναι σπανιότερος στην τραγωδία και στον πεζό λόγο] …   Dictionary of Greek

  • ἀργαλέος — painful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλεώτερον — ἀργαλέος painful adverbial comp ἀργαλέος painful masc acc comp sg ἀργαλέος painful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλέα — ἀργαλέος painful neut nom/voc/acc pl ἀργαλέᾱ , ἀργαλέος painful fem nom/voc/acc dual ἀργαλέᾱ , ἀργαλέος painful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλεωτάτων — ἀργαλέος painful fem gen superl pl ἀργαλέος painful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλεωτέρων — ἀργαλέος painful fem gen comp pl ἀργαλέος painful masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλεώτατα — ἀργαλέος painful adverbial superl ἀργαλέος painful neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλεώτατον — ἀργαλέος painful masc acc superl sg ἀργαλέος painful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλέαι — ἀργαλέος painful fem nom/voc pl ἀργαλέᾱͅ , ἀργαλέος painful fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλέον — ἀργαλέος painful masc acc sg ἀργαλέος painful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλέω — ἀργαλέος painful masc/neut nom/voc/acc dual ἀργαλέος painful masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»